Τελικά ένα από τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι η αναπόληση στιγμών του παρελθόντος, ειδικά όταν το έναυσμα για την αναπόληση σου έρχεται κυριολεκτικά από το πουθενά.
Το σημερινό «day-off» από τη στρατιωτική μου θητεία δεν απέτρεψε το πρωινό ξύπνημα λίγο πριν από τις 7. Δεν ξέρω το πώς ούτε το γιατί, αλλά ένα απλό «εθιμοτυπικό» σερφάρισμα στο Ίντερνετ μετατράπηκε σε εσωτερική επαναφορά της απίστευτης εμπειρίας που έζησα τον περασμένο Φλεβάρη στην Αγγλία και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Μπέρμιγχαμ.
Η κάλυψη του ρεπορτάζ του ποδοσφαιρικού Άρη με έφερε, λοιπόν, σε αυτή τη βιομηχανική πόλη της Αγγλίας, προκειμένου να παρακολουθήσω από κοντά το παιχνίδι πρωταθλήματος της Μάντσεστερ Σίτι με την Μπέρμιγχαμ, στο «St. Andrews». Παρενθετικά αναφέρω ότι –με ποδοσφαιρικούς όρους- την πρωτοκαθεδρία στην εν λόγω πόλη έχει η Άστον Βίλα, με την Μπέρμιγχαμ να ζει σταθερά στη σκιά της.
Άφιξη, λοιπόν, στο Μπέρμιγχαμ από το Λίβερπουλ με τρένο ένα μεσημέρι Τετάρτης. Αφού το ταξί με πήγε «καρφί» στο ξενοδοχείο που είχα κλεισμένο, αποφάσισα να κάνω μία βόλτα στην πόλη, καθώς το παιχνίδι ήταν προγραμματισμένο για νωρίς το βράδυ.
Η βόλτα έγινε με τα πόδια, καθώς –συμβουλή από κάποιον άνθρωπο που έχει πραγματοποιήσει κάποια ταπεινά ταξίδια μέχρι τώρα, που διανύει το 29ο έτος της ηλικίας του- μόνο έτσι μαθαίνεις, οσμίζεσαι και γίνεσαι πραγματικό κομμάτι ενός ξένου τόπου.
Το μυαλό δεν έφευγε με τίποτα από το βραδινό παιχνίδι. Ξέρετε, δεν είναι μικρό πράγμα να ονειρεύεσαι κάτι από μικρός και να απέχεις λίγα λεπτά από την πραγματοποίησή του. Ναι, λοιπόν, από μικρός ονειρευόμουν ότι θα ταξίδευα σε ένα γήπεδο του εξωτερικού και θα παρακολουθούσα ένα παιχνίδι με την ιδιότητα του δημοσιογράφου.
Το βράδυ έφτασε και προτίμησα τη λύση του ταξί για το γήπεδο. Ο ταξιτζής με άφησε στον περιβάλλοντα χώρο και η προ του ματς ατμόσφαιρα ήταν για μένα το καλύτερο τονωτικό. Οπαδοί της Μπέρμιγχαμ με κυανόλευκα κασκόλ, παμπ γεμάτες με τη μπίρα να ρέει άφθονη, πλανόδιοι πωλητές των καθιερωμένων χοτ-ντογκ και ταυτόχρονη άφιξη 4.500 οπαδών της Σίτι, χωρίς πραγματικά να δημιουργηθεί το παραμικρό.
Αφού, λοιπόν, πραγματοποίησα μία μίνι περιήγηση, άρχισα το ψάξιμο για την αίθουσα Τύπου της Μπέρμιγχαμ. Είχα προγραμματίσει να συναντήσω τον Υπεύθυνο Τύπου, ο οποίος είχε κανονίσει να μου κρατήσει ένα εισιτήριο για μία απλή κερκίδα, καθώς στην Πρέμιερ Λιγκ οι θέσεις στα δημοσιογραφικά απαιτούν ετήσια συνδρομή και είναι «κλειδωμένες» από την αρχή της σεζόν.
Εφαρμόζοντας το ρητό «ρωτώντας πας στην πόλη», να σου ο δικός σου στην αίθουσα Τύπου, με την αγωνία μέσα του ότι πάντα μπορεί κάτι να πάει στραβά. Όταν, λοιπόν, η γλυκύτατη υπεύθυνη Επικοινωνίας της Μπέρμιγχαμ μου έδωσε ένα φάκελο, που έγραφε στην εξωτερική του πλευρά το όνομα «Melidis Vasilis», το συναίσθημα ήταν πρωτοφανές. Δεν ξέρω αν θα χαιρόμουν περισσότερο ή λιγότερο με την επίδοση μίας επιταγής 1.000.000 ευρώ. Ένιωσα ότι ο αγώνας χρόνων τότε δικαιωνόταν. Και εύχομαι στον καθένα να ζήσει μία παρόμοια στιγμή, ανεξαρτήτως του επαγγέλματος που αποτελεί τον διακαή πόθο του.
Μάλιστα, η συνάδελφος δεν αρκέστηκε να μου δώσει το υποσχεθέν εισιτήριο, αλλά με προσκάλεσε να λάβω μέρος στο καθιερωμένο δείπνο για τους συντάκτες του Τύπου, που οργάνωνε πάντα η διοίκηση της Μπέρμιγχαμ πριν από τα παιχνίδια. Αρκέστηκα σε ένα απλό τσαγάκι (Αγγλία και κρύο γαρ) και κατευθύνθηκα άμεσα προς την εν λόγω κερκίδα.
Για να πω την αλήθεια, ήμουν διπλά ευτυχισμένος, καθώς ο συγχρωτισμός με απλούς οπαδούς και όχι η απομονωμένη οπτική από τις δημοσιογραφικές θέσεις, σου εξασφαλίζει μία πραγματική εικόνα περί του τι εστί Πρέμιερ Λιγκ.
Κάθισα δίπλα σε έναν οπαδό της Μπέρμιγχαμ μουσουλμανικής καταγωγής, αφού είναι γεγονός ότι η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Αγγλίας χαρακτηρίζεται κατεξοχήν από τη διαμονή πλήθους μεταναστών, κυρίως από τις λεγόμενες αραβικές χώρες.
Στα δέκα μέτρα, 4.500 οπαδοί της Μάντσεστερ Σίτι. Δε θα αναφερθώ σκόπιμα στο δημοσιογραφικό κομμάτι αυτής της εμπειρίας, καθώς ο σκοπός του κειμένου δεν είναι η... περιαυτολόγηση.
Κάπου εκεί ένας μύθος άρχισε να σπάει μέσα μου. Ο μύθος της «φλώρικης» Πρέμιερ Λιγκ, όπου οι οπαδοί παρακολουθούν το παιχνίδι εν είδει παράστασης όπερας. Όρθιοι όλοι, ανταλλαγή συνθημάτων, πανηγυρική ατμόσφαιρα, αλλά… Μάλλον χρειάζεται να βάλω κεφαλαία εδώ, ΑΛΛΑ: κανένα αντικείμενο στον αγωνιστικό χώρο, καμία διαμαρτυρία για το διαιτητή, κανένα πέσιμο στους αντίπαλους οπαδούς. Σε ένα γήπεδο που δεν είναι από τα φημισμένα της «γηραιάς Αλβιόνας», ένιωσα να γεμίζω ποδοσφαιρικά, όσο δε γέμισα 15 χρόνια που δίνω το παρόν στα ελληνικά γήπεδα.
Με τον εν λόγω οπαδό, συζητούσαμε και σχολιάζαμε καθόλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ναι, με έναν άνθρωπο άλλης θρησκείας, άλλης εθνικότητας, άλλης κουλτούρας, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου, που τον γνώριζα μόλις για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν είναι μαγικό;
Το παιχνίδι τελειώνει, χαιρετιόμαστε (λες και θα τον ξαναέβλεπα ποτέ…) και αποχωρώ από το γήπεδο ποδαράτος (είχα βάλει στοίχημα ότι θυμάμαι το δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο και το πέτυχα…), μαζί με τους χιλιάδες οπαδούς της Μπέρμιγχαμ και της Σίτι.
Ναι, μαζί φεύγανε. Δεν υπήρξε κάποια ανακοίνωση στα αγγλικά του τύπου «Παρακαλούνται οι οπαδοί της Μάντσεστερ Σίτι να παραμείνουν στις θέσεις τους μετά τη λήξη της αναμέτρησης».
Όλοι μαζί αποχωρούσαμε και αυτός που μας ένωνε ήταν μόνο ένα, αλλά αρκούντως μαγικό: το ποδόσφαιρο.
Κλείνω με την εξής εξομολόγηση: σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής του κειμένου, διακατεχόμουν από άγχος μήπως ξεχάσω κάτι. Σίγουρα θα ξέχασα πολλά, αλλά το συμπέρασμα είναι ένα: η εμπειρία αυτή μου έμεινε τόσο ανεξίτηλη, ώστε η καρδιά να «χοροπηδάει» ακόμα κι όταν βρίσκομαι μπροστά σε ένα άψυχο υπολογιστή.