ΚΕΝΤΡΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ (Κ.Ε.Α.Ο.)
Με το με αριθ. πρωτ. : Φ.80000 /
οικ.23794/790 5/8/ έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων
αναφέρεται ότι:
«Με τις διατάξεις του άρθρου 101 του ν. 4172/2013
«Φορολογία Εισοδήματος, Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν.4046/2012, του
Ν.4093/2012 και του Ν.4127/2013, και άλλες διατάξεις», προβλέπεται η σύσταση
και λειτουργία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) – ΦΕΚ
167/23.7.2013, τεύχος Α ).
Σκοπός του ΚΕΑΟ είναι η θέσπιση ενιαίων διαδικασιών
και μηχανισμών για την έγκαιρη είσπραξη των οφειλών και των καθυστερούμενων
εισφορών των ασφαλιστικών οργανισμών με στόχο την ενίσχυση της βιωσιμότητας
τους συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Η δημιουργία
του Κέντρου αποτελεί μνημονιακή δέσμευση που έχει αναλάβει η χώρα μας,
από την υλοποίηση της οποίας έχουν προσδιοριστεί συγκεκριμένα οικονομικά
αποτελέσματα.
Αποτελεί το πρώτο βήμα μίας μεταρρύθμισης με τελικό
στόχο την πλήρη ενσωμάτωση των εσόδων των ασφαλιστικών Οργανισμών στη
φορολογική διοίκηση και την ενοποίηση της διαδικασίας είσπραξης
φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών μέχρι την 1/7/2017. »
Δηλαδή, το Ελληνικό Δημόσιο μέσω της
Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου αμέσως μετά την ίδρυση
του νέου αυτού Κέντρου συνομολογεί ότι:
Α. Η θέσπιση του
φορέα τούτο συνιστά μνημονιακή
δέσμευση,
Β. Ότι τελικός στόχος είναι η ενσωμάτωση
των εσόδων των ασφαλιστικών Οργανισμών στη φορολογική διοίκηση και
Γ. Τελικός στόχος είναι η ενοποίηση
της διαδικασίας είσπραξης φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών μέχρι την
1/7/2017.
Επιπλέον, από την μελέτη του άρθρου 101
του ν. 4172/2013 προκύπτουν ως προς τον σκοπό, την οργάνωση και την λειτουργία
του Κ.Ε.Α.Ο. οι κάτωθι παρατηρήσεις:
Δ. Η ίδρυση του
Κέντρου τούτου από μόνη της αποδεικνύει την αποτυχία της ορθής λειτουργίας των
όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Κ.Φ.Α.) της χώρας μας. Ιδίως αποδεικνύει
την κακή οργάνωση και διάρθρωση των Φορέων αυτών ως προς την λειτουργία τους
και ιδίως ως προς την είσπραξη των απαιτήσεών τους, καθώς αν και υπάρχει
θεσμοθετημένη διαδικασία είσπραξης (μέσω Κ.Ε.Δ.Ε.) που δύνανται να ακολουθούν,
αδυνατούν να την εφαρμόσουν. Όπως αναφέρεται στο ως άνω έγγραφο της Γ.Γ.Κ.Α.
«Με τη λειτουργία του Κέντρου, επιλύονται προβλήματα που κατά το παρελθόν
καθιστούσαν τη διαδικασία είσπραξης και λήψης μέτρων αναγκαστικής είσπραξης
πολύπλοκη και χρονοβόρα, με αποτέλεσμα οι ασφαλιστικοί οργανισμοί να μην
εισπράττουν τα προβλεπόμενα έσοδά τους.» Καθίσταται
σαφές έτσι ότι οι Φ.Κ.Α. έχουν καταστεί δέσμιοι
μιας πολύπλοκης γραφειοκρατικής διαδικασίας είσπραξης που το ίδιο το
Ελληνικό Δημόσιο έχει δημιουργήσει. Η
ίδρυση αυτή μάλιστα πιθανόν να αποτελεί τον προάγγελο της ενοποίησης όλων των
ταμείων στη χώρα μας σε έναν ενιαίο κρατικό ασφαλιστικό φορέα και στην μετάβαση
σε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης τύπου Beveridge.
Ε. Οι υφιστάμενοι αυτή την στιγμή Φορείς
Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΕΤΑΑ, ΟΓΑ) αποτελούν διακριτά Νομικά Πρόσωπα
Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) τα οποία έχουν λειτουργική και οικονομική αυτοτέλεια
μεταξύ τους.
Το Ελληνικό Δημόσιο όμως κατόπιν της
ανωτέρω διαπίστωσης, περί αδυναμίας είσπραξης, δημιούργησε έναν νέο φορέα, το ΚΕΑΟ,
που λειτουργεί με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, και εποπτεύεται από τον
Διοικητή του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ή τον Υποδιοικητή, κατόπιν
εκχώρησης της αρμοδιότητας αυτής. Δηλαδή το ΚΕΑΟ ως προς την νομική του
φύση, ΔΕΝ συνιστά διακριτό νομικό πρόσωπο, αλλά παρακλάδι και προέκταση του ΙΚΑ
– ΕΤΑΜ, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα νέο τμήμα του ΙΚΑ, χωρίς δηλαδή νομική
και διοικητική αυτοτέλεια. Παρ’ όλα αυτά δίνεται σε αυτό οικονομική και
λογιστική αυτοτέλεια. Πρόκειται προφανώς για περίτεχνο νομικό τέχνασμα, στα
όρια της συνταγματικής νομιμότητας. Το Ελληνικό Δημόσιο και ο Έλληνας νομοθέτης
γνωρίζοντας ότι φορείς των δικαιωμάτων είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών των
διοικουμένων μπορούν να αποτελούν μόνον νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (βλ. απόφαση
5024/1987 ΣτΕ), καθώς και γνωρίζοντας την οικονομική αδυναμία του κράτους να
ιδρύσει και να συντηρήσει ένα ακόμη τέτοιο ΝΠΔΔ, επιλέγει την λύση της εκχώρησης
αρμοδιότητας. Πλην όμως θεωρώ ότι
είναι ανεπίτρεπτη νομικά η παραχώρηση λογιστικής και οικονομικής αυτοτέλειας
επί αρμοδιότητας Φορέα.
ΣΤ. Σύμφωνα με την
παράγραφο 8 του άρθρου 101, και παρά την μη διοικητική και νομική αυτοτέλεια
του ΚΕΑΟ, ο φορέας αυτός θα χρηματοδοτείται από τους ίδιους τους Φ.Κ.Α. . Αυτό
ωστόσο σημαίνει επιβάρυνση των –ήδη βεβαρημένων- προϋπολογισμών τους. Δεν αποκλείεται μάλιστα στο εγγύς μέλλον να
θεσπιστούν και αυξήσεις επί των ασφαλιστικών εισφορών των ασφαλισμένων υπέρ
ΚΕΑΟ κι έτσι άλλο ένα δημόσιο έξοδο να μετακυλισθεί στους διοικουμένους.
Ζ. Βασικός σκοπός
του ΚΕΑΟ δεν είναι μόνον η είσπραξη των ασφαλιστικών αξιώσεων των Φ.Κ.Α., αλλά –και θεωρώ πως αυτός είναι ο βασικός λόγος
ίδρυσής του- η δημιουργία βάσης δεδομένων οφειλετών και η συγκέντρωση
στατιστικών στοιχείων. Σαφώς η στατιστική μελέτη λειτουργίας των ΦΚΑ είναι
θετική και θεμιτή μέθοδος εξυγίανσης των ταμείων, πράγμα που θα μπορούσε όμως να
συντελεστεί απλά με την δημιουργία μιας Επιτροπής Μελέτης για την Εξυγίανση της
Κοινωνικής Ασφάλισης και όχι με την ίδρυση νέου Φορέα. Όμως, η σκοπιμότητα ίδρυσης του ΚΕΑΟ έγκειται ιδίως στο ότι ο Φορέας
αυτός θα δημιουργήσει μια «μαύρη λίστα» ασφαλισμένων που ενδεχομένως με την
πρόφαση της οφειλής τους θα στερηθούν βασικά ασφαλιστικά τους δικαιώματα (συντάξεις,
παροχές) ακόμα και σε περιπτώσεις μη οριστικοποιημένων οφειλών. Στα
πλαίσια δε της επιδιωκόμενης ενοποίησης της διαδικασίας είσπραξης φορολογικών
και ασφαλιστικών οφειλών, μακροπρόθεσμος σκοπός της λειτουργίας αυτού θεωρώ πως
θα είναι η επίτευξη μεγαλύτερων δημοσιονομικών κερδών (που θα εξυπηρετούν αμφίβολης κοινωνικής ωφέλειας σκοπούς), «θυσιάζοντας»
και αδιαφορώντας για τις κοινωνικές παροχές των ασφαλισμένων με την πρόφαση της
«οφειλής» και της ένταξής τους στην ως άνω λίστα οφειλετών.
Η. Τέλος, όπως όλα τα πρόσφατα «πολυνομοσχέδια»,
έτσι και το άρθρο 101 του Ν.4172/2013, εκτός από την πρόβλεψη για την ίδρυση
του ΚΕΑΟ περιέχει ορισμένες «πονηρές» διατάξεις που πέρασαν στα ψιλά γράμματα.
Βασική τέτοια ρύθμιση είναι αυτή της παραγράφου 11 α’ σύμφωνα με την οποία ορίζεται:
«Η άσκηση διοικητικών προσφυγών ή ενδίκων βοηθημάτων
κατά την ισχύουσα διαδικασία στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την
αμφισβήτηση των καθυστερούμενων ασφαλιστικών οφειλών δεν έχει ανασταλτικό
αποτέλεσμα.».
Η
διάταξη αυτή είναι κατάφορα προκλητική αφού στην ουσία αναιρείται με αυτή το
θεμελιούμενο στο Σύνταγμα (αρ.20) δικαίωμα του οφειλέτη για παροχή έννομης
προστασίας.
Ο οφειλέτης του ταμείου κατ’ αρχήν
μπορεί κατά οποιασδήποτε ταμειακής βεβαίωσης να ασκήσει ανακοπή και αίτηση
αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης. Η διάταξη αυτή ωστόσο κάνει
σαφές ότι δεν θα γίνεται δεκτό το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ένδικων βοηθημάτων
από το ΚΕΑΟ το οποίο θα συνεχίζει να επιδιώκει την είσπραξη των οφειλών με κάθε
τρόπο, παραγκωνίζοντας έτσι ακόμα και τα διοικητικά δικαστήρια.
Επιπλέον, σύμφωνα με την κρατούσα στην
νομολογία άποψη «η
ταμειακή βεβαίωση που διενεργήθηκε, πριν από την επίδοση των καταλογιστικών
πράξεων, κατά την διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της ενστάσεως και σε
κάθε περίπτωση πριν την έκδοση αποφάσεως επί ενστάσεως δεν είναι νόμιμη, αλλά
πρόωρη και καταχρηστική. Με το τρόπο αυτό, αναιρείται το
συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά για παροχή έννομης προστασίας, αφού, κατά το
χρονικό διάστημα που μεσολαβεί, από την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων,
μέχρι την έκδοση αποφάσεως από την ΤΔΕ, λείπει κάθε μορφής έννομη προστασία,
αφού ούτε προσφυγή μπορεί να ασκηθεί κατά της ουσίας της απαιτήσεως, ούτε
ανακοπή. Από τον συνδυασμό των διατάξεων που ορίζουν τα σχετικά με την έκδοση
των καταλογιστικών πράξεων και αποφάσεων του ΙΚΑ, την υποβολή αιτήσεων
θεραπείας στις ΤΔΕ και προσφυγών στα Διοικητικά Δικαστήρια, τη βεβαίωση των
καθυστερημένων εισφορών στις ταμειακές υπηρεσίες του ΙΚΑ και την αναγκαστική είσπραξη
αυτών (αρ.73 παρ.1 ΚΕΔΕ, 27 παρ.3α ΑΝ 1846/51, αρ.26,27,119,120,112-115
Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ, αρ.19 ΠΔ 341/78 κλπ) προκύπτει ότι, κατά το χρονικό
διάστημα που μεσολαβεί από την έκδοση της καταλογιστικής απόφασης του Δ/ντή που
θεωρείται άμεσα εκτελεστή, μέχρι την έκδοση απόφασης στην ενδικοφανή προσφυγή
που υποβάλλεται, λείπει κάθε μορφή έννομης προστασίας των φερομένων ως
οφειλετών, αφού κατά το διάστημα αυτό το ΙΚΑ έχει τη δυνατότητα να λάβει όλα τα
προβλεπόμενα στο νόμο αναγκαστικά μέτρα για την είσπραξη της οφειλής, χωρίς να
μπορεί ο οφειλέτης να προβάλλει οποιαδήποτε ουσιαστική αντίρρηση κατά της
απαιτήσεως του ΙΚΑ. Και τούτο γιατί ο έλεγχος των ισχυρισμών του οφειλέτη για το
βάσιμο ή αβάσιμο της απαίτησης του ΙΚΑ έχει ανατεθεί στις Τοπικές Διοικητικές
Επιτροπές (ΤΔΕ) και τα Διοικητικά Δικαστήρια και όχι στο Δικαστήριο που κρίνει
την ανακοπή που τυχόν ασκείται από τον οφειλέτη που είναι αναρμόδιο να
ασχοληθεί με την ουσία της υποθέσεως. Με
τον τρόπο όμως αυτό, ενώ ακόμα διαπλάσσεται το δικαίωμα του ΙΚΑ και η
αντίστοιχη υποχρέωση του οφειλέτη, απειλείται η εκτέλεση της καταλογιστικής
πράξης. Τούτο όμως είναι φανερό ότι είναι καταχρηστικό, εφόσον στην ουσία
αναιρείται το θεμελιούμενο στο Σύνταγμα (αρ.20) δικαίωμα του οφειλέτη για
παροχή έννομης προστασίας.
***
Κατόπιν
όλων των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η ίδρυση και λειτουργία του ΚΕΑΟ ενέχει
κινδύνους για τον Έλληνα ασφαλισμένο ή συνταξιούχο. Αποδεικνύει την αποτυχία
του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, την ανυπαρξία Κοινωνικού Κράτους και Κράτους
Δικαίου και την στα πλαίσια «μνημονιακών» συμφωνιών σταδιακή αντικατάστασή του
από ένα ολοκληρωτικού τύπου «εισπρακτικό» μηχανισμό που αδιαφορεί για βασικά
κοινωνικά αγαθά όπως η κοινωνική ασφάλιση.
Στουραϊτης Δ. Νικόλαος
Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου