«Σαν βγεις στον πηγεμό για την Ιθάκη… κάνε μια στάση στον Ισθμό να φας ένα σουβλάκι!»
«Είστε δημοσιογράφοι. Πάρτε τις ιδέες σας και μετουσιώστε τες σε ζωντανό κείμενο. Ξεχάστε τα περί αντικειμενικότητας, είναι όλα μπούρδες. Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο… Είστε υποκείμενα, έχετε τη δική σας προσωπικότητα, άρα αποκλείεται να είστε 100% αντικειμενικοί. Πάνω από όλα, όμως, είστε επαγγελματίες…».
Ξεσκονίζοντας τα συρτάρια του γραφείου μου στη Θεσσαλονίκη, ανακάλυψα μια κασέτα με παραδόσεις μαθημάτων από τα Πανεπιστήμιο. Το γραμμωτό καρτελάκι έγραφε επάνω «Α’ Εξάμηνο». Μπήκα στον πειρασμό να την ακούσω. Βρήκα το –απαρχαιωμένο πια – μαγνητοφωνάκι μου και, χωρίς να γυρίσω τη μαγνητοταινία στην αρχή, πάτησα το “Play”.
Ναι, είμαστε επαγγελματίες. Μόνο που η εξαίρετη φωνή που έλεγε αυτά τα λόγια είχε ξεχάσει να προσθέσει μια λέξη: ελεύθεροι. Για έναν πρωτοετή φοιτητή δε θα σήμαινε απολύτως τίποτα. Ωστόσο, δέκα χρόνια μετά, η λέξη αυτή σημαίνει και κοστίζει πολλά. Πάρα πολλά.
Ο εφιάλτης κάθε νέας και νέου –και όχι μόνο- δημοσιογράφου ακούει στο όνομα ΟΑΕΕ, ήτοι Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών. Είναι ένας εφιάλτης που εφευρέθηκε, όχι σε περιόδους οικονομικής κρίσης αλλά σχετικής ευημερίας. «Φτηνά εργατικά χέρια, για να ελαφρύνουμε το budget. Είναι και η οικονομική κρίση στη μέση…», λέει η εργοδοσία και έτσι, ο Ιούδας Μπεν Χουρ ξεκινά να τραβά το κουπί πάνω στη γαλέρα.
Λες και η Lehman Brothers περίμενε τον Ιούδα ή τον Οδυσσέα για να καταρρεύσει… Τον Οδυσσέα… Δεν έχει σημασία όμως αυτό, κάποιος πρέπει να πηδαλιουχήσει. Αν δεν τραβήξει το κουπί, θα πεινάσει. Δεν έχει και μπάρμπα στην Κορώνη, οπότε… Από εδώ, αρχίζει να μαθαίνει τι σημαίνει να πληρώνεις, αλλά όχι να πληρώνεσαι. «Ήθελες να μετουσιώσεις ιδέες σε ζωντανό κείμενο, μικρέ Οδυσσέα; Πλήρωσε!». 110 ευρώ για έναρξη επαγγέλματος και άλλα 400 ανά δίμηνο για τις ασφαλιστικές εισφορές.
Όμως το ταξίδι του Θιακού έχει μόλις ξεκινήσει και μετά τη Σκύλλα πρέπει να έρθει και η Χάρυβδη: η εφορία. «Είστε ένας ελεύθερος επαγγελματίας, αγαπητέ. Πρέπει να αποδίδετε τον ΦΠΑ σας ανά τρίμηνο», του λέει με μια μικρή δόση χαιρεκακίας ο κατά τα άλλα γλυκύτατος έφορος με τα τρία χέρια και τις ογδόντα μασέλες. Κάθεται ο μικρός Οδυσσέας και τα βάζει στο τεφτέρι του: 200 ο ΟΑΕΕ το μήνα και 143 ο ΦΠΑ με μισθό 750 ευρώ, μένουν 407 ευρώ για το τέλος. Η Χάρυβδη εξακολουθεί να γελά και να τον σφίγγει.
Γυρίζει καταπονημένος στο ντιζελόπλοιό του. Αγόρασε και κάτι προμήθειες για τη συνέχεια – πρέπει και να φάει ο δόλιος. Γέμισε το αμπάρι του με 100 ευρώ. Ναι, αλλά το πλοίο είναι νοικιασμένο και πρέπει να πληρώσει το νοίκι, καύσιμα, φουσκωμένα κοινόχρηστα -επειδή ένας μαλάκας ναύτης του καταστρώματος «μηδέν» έσπασε την μπουκαπόρτα, όντας τύφλα στο μεθύσι για νιοστή φορά- και βεβαίως το νεράκι του και το ρεύμα του. Δε θα μιλήσω για το τηλέφωνό του. Α! Εκεί είναι τσίφτης, το έχει κρατήσει στα 30 ευρώ το μήνα και μπράβο του.
Το ταμείον είναι μείον ήδη. Δε θα τον ακούσει κανείς όμως να διαμαρτύρεται. Βάζει Μπιθικώτση στο διαπασών και λέει «κάνε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός» και τραβάει πιο δυνατά κουπί. Δε θα τον ακούσει να παραπονιέται για τα απλήρωτα Σαββατοκύριακα, για τις υπερωρίες. Σας παρακαλώ! Αυτά είναι πολυτέλειες και ξεπερασμένα πράγματα! Ο μικρός ζηλωτής θέλει να μετουσιώσει τις ιδέες του σε κείμενο, γιατί το πλήρωμά του, οι ναύτες του, ο κόσμος που τον ακούει, τον βλέπει και τον διαβάζει ΠΡΕΠΕΙ να ενημερωθεί.
Δε θα πει λέξη για τη δουλειά του, επειδή ακριβώς την γουστάρει. Όσοι δεν άντεξαν, απλά έφυγαν νωρίς από τη γαλέρα, γιατί το κουπί θέλει νεύρο αλλά και στομάχι, χωνευτήρι σωστό!
Μπροστά από το «μπρίκι» του Οδυσσέα περνούν με ορμή, σηκώνοντας κύματα, οι κρατικές κορβέτες των Λαιστρυγόνων. Πολλά λεφτά, χρυσοποίκιλτοι μανδύες, αλλά στο γυαλί μπροστά, όλοι τους αριστεροί με δεξιές τσέπες. Α! Όλα κι όλα! «Ο κοινωνικός αγών απαιτεί τας μεγίστας θυσίας».
Η Κύκλωψ ΕΣΗΕΑ ακόμα ψάχνει το μάτι της που έχει βγει από τα κοντάρια των "περιχαρακωμένων σπογγοκωλάριων", με τις ζεστές και αναπαυτικές καρέκλες. Αυτοί, με τη σειρά τους, αγνοούν επιδεικτικά το γεγονός ότι η θάλασσα παραμένει φουρτουνιασμένη και ότι οι κάθε λογής στραβοτιμονιές τους προς τη χώρα των Λωτοφάγων, τη χώρα της λήθης και του "δε βαριέσαι", απλώς οδηγούν τα πλοία πάνω στα βράχια των Κυκόνων. Και το ταξίδι συνεχίζεται…
Η Κύκλωψ ΕΣΗΕΑ ακόμα ψάχνει το μάτι της που έχει βγει από τα κοντάρια των "περιχαρακωμένων σπογγοκωλάριων", με τις ζεστές και αναπαυτικές καρέκλες. Αυτοί, με τη σειρά τους, αγνοούν επιδεικτικά το γεγονός ότι η θάλασσα παραμένει φουρτουνιασμένη και ότι οι κάθε λογής στραβοτιμονιές τους προς τη χώρα των Λωτοφάγων, τη χώρα της λήθης και του "δε βαριέσαι", απλώς οδηγούν τα πλοία πάνω στα βράχια των Κυκόνων. Και το ταξίδι συνεχίζεται…
Εντούτοις, οι χρησμοί των πρασίνων θεών δίνουν ελπίδα. «Ο Ποσειδώνας των γαλάζιων θαλασσών πρέπει να σταματήσει να κατατρέχει τον Οδυσσέα τον Μπλοκατζή», λέει ο πατήρ Ζεύς και οι υπόλοιποι Ολύμπιοι συναινούν. «Θα πούμε στον Θιακό ότι το μπλοκάκι καταργείται σύντομα και άστον να ζει με την ελπίδα…». Αλλά το κουπί αρχίζει να βαραίνει…
Χρόνια μετά, φθάνει στην Ιθάκη. Το ντιζελόπλοιο καταρρέει αμέσως μόλις πατά το πόδι του στην πατρίδα. Ρίχνει ένα βρωμόξυλο στους μνηστήρες και στο τέλος μπαίνει στο δωμάτιο της Πηνελόπης. Εκείνη τον πλησιάζει με λάγνο ύφος και άξαφνα τον χαστουκίζει, λέγοντάς του: «Φτου σου αλήτη! Είκοσι χρόνια έκανες να γυρίσεις! Τελικά τι ήσουν, τι είσαι και τι θα είσαι; Αυτό που πιστεύει όλος ο κόσμος: ένα λαμόγιο και τίποτε άλλο! Λαμόγιο!». Το πλάνο μαυρίζει και λίγο πριν το τέλος ακούγονται τα μανιασμένα λόγια του θρυλικού πλέον τραγουδοποιού, Γιάννη Μηλιώκα: «Και έχω κρυμμένο…το σουγιά… για το καλό μου!».
Καλή Χρονιά Πατρίδα μου…
πολύ καλό, συνάδελφε... το διάβασα με ενδιαφέρον!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαφώς η αξία σου είναι δυσανάλογη με το μισθό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟμως για τα δεινά των σημερινών νέων, μάλλον φταίμε εμείς παλαιότεροι, που καθήσαμε πάνω στις δήθεν αγωνιστικές μας δάφνες, μη προστατεύοντας -όπως οφείλαμε- τα εργασιακά δικαιώματα της επόμενης γενιάς.
Πρεσβύωψ
!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα στεναχωρήσεις με αυτά που γράφεις τον πρόεδρο.
Ασε το Σόμπολο στην ησυχία του.